αδιαρρίπιστος

αδιαρρίπιστος
ἀδιαρρίπιστος, -ον (Α) [διαρριπίζω]
1. αυτός που δεν αερίζεται ή δεν αερίστηκε με ριπίδιο (βεντάλια)
2. που δεν διασκορπίζεται από τους ανέμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”